|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οινομανία? — — ανυπόφερτος — μηνίσκος — ακίνητο — μέραρχος — ηδονιστής — αχνάρι — χερσότοπος — ανηλικιότητα — πτώχεια — εκγράφω — στόρεσμα — συνηλικιώτις — αλογία — οπόθεν — προτιμώντας — ξέφρενος — ωρολογιακός — αντισκόβω — Λιμενικό — τήγμα — άχολος |
|||