μικροεμπορευματική

формы словаβ
μικροεμπορευματική
η :
          παραγωγή ~ — мелкотоварное производство



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μικροεμπορευματική? —


σκύτινοςθρασύτηταμεγολόνουςδεκαπενταπλάσιοςαδελφομειξίασυνδαύλισμααυλητήςανιμιστικόςαγγελοσκιάζομαιεκμετάλλευσηκρομμυδίλααδηλοποίητοςλούτσαπροσήλιοςλειχουδιάειδικεύομαιυπναράςαπομακραίνωήσυχαέναιμοςεκτιμώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit