|
η : παραγωγή ~ — мелкотоварное производство #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μικροεμπορευματική? — — σκύτινος — θρασύτητα — μεγολόνους — δεκαπενταπλάσιος — αδελφομειξία — συνδαύλισμα — αυλητής — ανιμιστικός — αγγελοσκιάζομαι — εκμετάλλευση — κρομμυδίλα — αδηλοποίητος — λούτσα — προσήλιος — λειχουδιά — ειδικεύομαι — υπναράς — απομακραίνω — ήσυχα — έναιμος — εκτιμώ |
|||