|
(-εως) η обмен; ~ τής ύλης — обмен веществ #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обмен? — διάμειψη как с (ново)греческого переводится слово διάμειψη? — обмен — βαρυποινίτισσα — κακοσυσταίνω — τσικούρι — εύοσμος — κακοτυχίζω — γυφταριό — πολύτιμα — σπληνίο — αφιλάνθρωπος — ξιφοθήκη — χαλκέντερος — ζωολάτρης — βαφτίσια — πρεσβεύω — τελευτή — τιμάριθμος — καλένδες — καβάλα — λαδέμπορος — φαντασίωση — μοσχάτος |
|||