|
урожайный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово урожайный? — καλοσόδιαστος как с (ново)греческого переводится слово καλοσόδιαστος? — урожайный — παλιάλογο — ενυπάρχω — ξεγελιέμαι — σωληνοποιείο — νεωδόχος — πειθάρχηση — καρπουζοκέφαλος — τριημερία — απόσυρση — κύρτωση — χειροστρόφαλος — ωρυγή — ξόρκι — ακορφολόγητος — τρικινητήριος — σουρομαδώ — θωπευτικός — ύσκα — αποκαλυπτήρια — ανωτέρω — απεραντολογία |
|||