|
исповедующий другую веру; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово исповедующий другую веру? — αλλοσεβής как с (ново)греческого переводится слово αλλοσεβής? — исповедующий другую веру — επιδεινωτικός — μαλλάκι — εξαρσιγενής — νεραντζάκι — ακράδαντος — επιπλουργός — πεθαμός — σακχαροποιω — αγαλμάτινος — άψαχνος — αποπνέω — φυσιολάτρις — εξημέρωμα — παραβιάζω — οκτάωρος — αγνωστικισμός — δημόσιο — περυσινός — γέψη — κάνω — λέβητας |
|||