|
ο бот. ясень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ясень? — μέλιγος как с (ново)греческого переводится слово μέλιγος? — ясень — ραδιοτεχνίτης — δέρω — νοικοκύρισσα — ραδιοβιολογία — ψυχισμός — βαρβαρότητα — ανέβγαλτος — ξανοιχτός — εξαλλαγή — πολυχρόνισμα — λάπατο — λιμοκοντόρος — φωλιάζω — ψυχοπόνια — απολλύω — παραφορτώνομαι — γραμμοσύρτης — σιφόνι — προσωπικώς — τσικνίζω — φιάσκο |
|||