|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεμελιώνομαι? — — γάσα — ηλέκτρινος — ρητινώνω — ελκτικός — χάχανο — οικοσκευή — φυτοτεχνία — παρακαταθήκη — συνεργείο — έλκηθρο — σπόρι — λάβρα — αναχέομαι — ξεράβω — εισβαίνω — δυσαρεστημένος — κρυψίνοια — υποθερμικός — δεξύς — κεντητική — αλογόπετρα |
|||