|
η шум, гул толпы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шум? — κοσμοβοή как на (ново)греческом будет слово гул толпы? — κοσμοβοή как с (ново)греческого переводится слово κοσμοβοή? — шум, гул толпы — εχθρικός — απλυσιά — βάλλομαι — ζεύκι — κυμβαλίζω — γυναίκειος — ίππειος — σωματίδιο — λιάζομαι — αποικιοκρατία — αποσκλήρυνση — προσθήκη — γιδοπέτσι — δικάω — πεταλάς — θηλάζω — κατάλυση — συμπαθητικός — προσωπιδοφόρος — ναρκοθέτης — γκρεμίζομαι |
|||