|
ο нефтепровод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нефтепровод? — πετρελαιοαγωγός как с (ново)греческого переводится слово πετρελαιοαγωγός? — нефтепровод — νεκροθάφτης — ολονυκτία — κρυσταλλικός — φλέγμα — διαπηγνύω — σούρουπο — μικροαμπέρ — πρωθύστερος — ψυχοπομπός — γειτονιάζω — άχνισμα — περιφερικός — γυμνοσπέρματος — ποδοπάτημα — ενδοδαπέδιος — δύναμαι — χαλκόχρους — αυλάρχης — παραδειγματίζομαι — νήμα — απολεπισμένος |
|||