|
свободомыслящий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово свободомыслящий? — ελευθερόφρων как с (ново)греческого переводится слово ελευθερόφρων? — свободомыслящий — συστατικός — διαχασματικός — κεντρόφύξ — αβυσσοβενθικός — ωοτάριχον — καρροτσάκι — χώλ — ρότορ — ναυαρχώ — υπεραφθονώ — εικοσιτετράωρος — κουτσό- — μεσόπλευρος — ανόρεχτος — πλαγίαυλος — περίσκεψη — συνταγματολόγος — αντιδογματικά — συμβάλλω — μαγιώνω — αλκοολομέτρηση |
|||