|
αόρ. от νέμω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ενειμα? — — αυλών — εκφύομαι — κεφάλι — βόμβα — λιάζω — συμβατός — βοοτυριέρα — υψηλοφροσύνη — καινοθήρας — καπάρωμα — χαζογκόμενα — χαμάμι — άκρον — εφσλτήριον — ασκούμενος — μεσομακροπρόθεσμος — αλλεπάλληλος — τριτεγγυώμαι — φοινίκι — φρουρώ — λουλούδι |
|||