|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανασφάλεια? — — καλόγρια — αξιοτίμητος — εμπειρισμός — εγκαίρως — κοιμητήριο — βιντεοσκοπώ — ηγεμονίδα — πρασόρυζο — συμπάσχω — επιτροπεύων — περίοικος — στούκας — αναλύτρια — αρτιον — αποτυχεμένος — μενταγιόν — ομοιόβαθμος — ξόμπλι — λεπίδι — πνευμονεκτομή — απογκρεμίζω |
|||