Новогреческий словарь
εξεβλήθην
εξεβλήθην
παθ. αόρ. от εκβάλλω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξεβλήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
εμμάρτυρος
—
τάχυνση
—
εμπεποτισμένος
—
εξαρτισμός
—
υπεσχημένα
—
οστρακώδη
—
θερμογράφος
—
μετωπικός
—
ετερογονία
—
σταφίδιασμα
—
σύαγρος
—
σιτόχρους
—
καταλέγω
—
σμαράγδινος
—
σωτηρία
—
μαγκουροφόρος
—
απαράδεχτος
—
γεννιέμαι
—
ανεπίπλαστος
—
αιγιαλίτιδα
—
αθέτησις
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,