|
το укол (шипом и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово укол? — αγκύλωμα как с (ново)греческого переводится слово αγκύλωμα? — укол — ερημητήρι — πολιτιστικός — χολερικός — θηρεύσιμος — πρόναος — παγκοσμιοποιώ — φοινίκων — ψηλοκρατιέμαι — μάστορας — αυτομόληση — καλογεροπαίδι — αερόσφυρα — πλειστηριάζω — ποντάρισμα — χιονιά — ζελατίνη — καραμπόλα — αστίλβωτος — αχνοΰφαντος — καρυάτιδα — πρόσθεμα |
|||