|
лишать, отнимать; ~ κάποιον των εκλογικών του δικαιωμάτων — лишать (__кого-л.__) избирательных прав; ~ τήν ελευθερία κάποιου — лишать (__кого-л.__) свободы; ~ κάποιον τού βαθμού — лишать звания, разжаловать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лишать? — στερώ как на (ново)греческом будет слово отнимать? — στερώ как с (ново)греческого переводится слово στερώ? — лишать, отнимать — παλαμίδα — λαφροσειώ — προσκύνηση — αλλάζω — επιζυγίς — αναυπήγητος — επίταση — κομψοτέχνης — αποκλίνων — κρασάς — ανερευνώ — αγελαδίτσα — βερνικώνω — εξαιρεμένος — κοκεταρία — συμβατικότητα — μεταλλουργείο — βροχόπιασμός — ευπρόσωπος — παιδαγωγικός — απλοχέρης |
|||