|
το рахат-лукум (сладость) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рахат-лукум? — ραχάτ-λουκούμι как с (ново)греческого переводится слово ραχάτ-λουκούμι? — рахат-лукум — ενδελέχεια — περιστασιακός — πλίθρα — μποτζίρω — ελιά — ιδιοκτησία — δισεκοτομμυριοστός — εριουργία — μπαγιάτικος — αλιπηγή — αποκήρυξη — ράβδος — σεπτός — μετριαστικός — ανόθευτα — ερμιά — παραμονή — βάρκα — έλα — αρκαντάσης — βελτιώσιμος |
|||