έννομ|ος

формы словаβ
έννομ|ος
законный;
          ~ τάξις — правопорядок



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово законный? — έννομος
как с (ново)греческого переводится слово έννομος? — законный


πρεμιέραφωταγώγησηεξακολουθητικόςπούροςπεντακοσιοστόςδιαπεραίωσηαμοιβάδωσηκρυφογελώκεραυνοβόλαακοστολόγητοςαπηλογήενθεματίζωαποπροσανατολίζωμετανοώξαναγαπώκλασσικότηταχουβαρντόπαιδολοφάκιστραβοπόδηςαναδιορθώνωερωτομανής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit