|
το мяуканье #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мяуканье? — μιαούρισμα как с (ново)греческого переводится слово μιαούρισμα? — мяуканье — αποτήκω — θόλωσις — ασχημόπαπο — άσχετος — κιτρινωπός — επαινετικός — σπιτικό — αριστεροφάγος — οσμίζομαι — καμαριέρης — πολύεδρο — ομολογουμένως — αυθαδειάζω — αντιπολιτειακός — καλτσούλα — έφιππος — γεύση — πιστρόφια — χρεωστικός — έκβαση — χαλυβοποίηση |
|||