|
(-ητος) η братство, братские отношения; ~ τών λαών — братство народов #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово братство? — αδελφικότης как на (ново)греческом будет слово братские отношения? — αδελφικότης как с (ново)греческого переводится слово αδελφικότης? — братство, братские отношения — ατσαλώνω — αυτοσεβασμός — κοιμητήριο — μικρούτσικος — ψευδαργυρικός — προικισμένος — κατανυκτικός — διαλογιστικότης — ταυτολογώ — αυταδέλφη — αισθησιορχικός — βάψιμο — φωταψία — ασφοντύλι — περιοδικός — προεξέχω — λήσταρχος — αντιφέγγω — γερνώ — βυρσοδεψείο — αφελος |
|||