|
испорченный, тухлый (о яйцах); === ~ο κεφάλι — пустая голова #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово испорченный? — κλούβιος как на (ново)греческом будет слово тухлый? — κλούβιος как с (ново)греческого переводится слово κλούβιος? — испорченный, тухлый — μεσημερίαζω — αϋπνία — λαθροϋλοτομία — χρηματιστήριο — ακτινοσκοπία — διάχωση — ιερακοτροφία — ανέμπιστος — πιπιλιστός — αρθρώνω — αισθητιστής — οποσηδήποτε — φωτοσβέστης — αναβάλλω — άνετος — ολμοβόλο — αποπνιγμός — καμπινές — φελλάχος — χρώμα — οδοντοπάθεια |
|||