|
отводить (воду) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отводить? — εποχετεύω как с (ново)греческого переводится слово εποχετεύω? — отводить — ασατίριστος — δημοσιοποιούμαι — ληφθείς — φραγκοκρατία — ανευρέθην — ασβεστόλακκος — αερογράφος — πρεσβευτής — εξετάφην — σκελετίνη — κανακεύω — κακοφαίνετοι — πήξιμο — στρόντιο — παραδοξολογία — ρίψις — κρυερός — παιδεύομαι — ελκυθερωτικός — κατήγορος — μάσα |
|||