|
η наволо(ч)ка [x:trans]наволочка;наволока[/x:trans] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наволочка? — προσκεφαλαιοθήκη как на (ново)греческом будет слово наволока? — προσκεφαλαιοθήκη как с (ново)греческого переводится слово προσκεφαλαιοθήκη? — наволочка, наволока — ανεμόπληκτος — εισήγηση — γουργουρίζω — λήγοντας — λειψανάβατος — βαμβακουργία — πάστρευμα — παράσπιτο — βραχύσωμος — κοντολογίς — κυανόλευκος — ελευθεριακός — ζιγγίβερι — απαρεξήγητος — περιίπταμαι — κανιβαλικός — ποιητικός — αυτοκτονία — δοντιά — αναπηδώ — αγριοσίταρο |
|||