|
казуистический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово казуистический? — καζουϊστικός как с (ново)греческого переводится слово καζουϊστικός? — казуистический — σεντούκι — καχεκτικότητα — αγροίκία — ανάγυρα — πολύβιος — επίφοβα — θρασυδειλία — επαυξάνω — λαιμός — κηπόπολη — άναιμος — αντιπολεμώ — νυκτοφυλακή — παπαδοπαίδι — διαχειριστικός — ψηφοφόρος — αεροτόπι — χρηματοδοτικός — αλλόφωτος — ψειριάρης — νιφτήρα |
|||