|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ακροβολιστά? — — προκαταβολικώς — αμαξοπηγείο — χολωμένος — κλωστοϋφαντική — λουκούμι — καρφιτσώνω — εταίρα — δίγενος — συμπερασματικός — σβάστικα — λαβαίνω — πλάκα — φρεσκοπαντρεμένος — ηχοαπορροφητικός — Μεγαλόπολη — αποπροσγείωση — μαστορική — αεροπλοϊκός — κρώζω — αλογοπάζαρο — εξαρτησιογόνος |
|||