Новогреческий словарь
εκχυτήρας
εκχυτήρας
(-ήρας) ο
насос
(для откачивания воды из трюма)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
насос
? —
εκχυτήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκχυτήρας
? — насос
#
(ново)греческий словарь
—
ιταλομαθής
—
λαϊκή
—
ψούνιο
—
κλωστικός
—
γεύομαι
—
σιδερίτης
—
διφθεροπώλης
—
δρομοκοπάω
—
συναιτιότητα
—
εξωθούμαι
—
κοινοποίηση
—
οργανάκι
—
έξυπνο κινητό
—
σφυγμογράφος
—
ντούζικο
—
διόφθαλμος
—
αλλοθεν
—
τυράννισμα
—
φρατρικός
—
βεβαιότητα
—
αυτοκρατικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве