Новогреческий словарь
αίνιγμα
αίνιγμα
το
загадка
(тж. перен.);
λύω ~ — разгадать загадку
;
μιλάω μέ αινίγματα — говорить загадками
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
загадка
? —
αίνιγμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αίνιγμα
? — загадка
#
(ново)греческий словарь
—
παιδολόγος
—
ανεβασιά
—
δεινό
—
κατάπιωμα
—
βροντόσαυρος
—
χρειαζούμενα
—
διδακτός
—
ταμπουρώνω
—
χασαπόχαρτο
—
Αμπελόκηποι
—
φθογγογραφία
—
λεχώνα
—
εξαμηνίτικος
—
μικρόκοκκος
—
χαλαράδα
—
εξεπίτηδες
—
διευκρινιστικός
—
άκλαυτος
—
τοιχοδομία
—
θηρεύω
—
αηδονήσιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве