Новогреческий словарь
επιτελικός
επιτελικός
1)
штабной
;
~ή υπηρεσία — штабная служба
;
~ό γραφείο — канцелярия штаба
;
2)
служебный
;
~ή ενημέρωση — служебная информация
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
штабной
? —
επιτελικός
как на
(ново)греческом
будет слово
служебный
? —
επιτελικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιτελικός
? — штабной, служебный
#
(ново)греческий словарь
—
οινοχόος
—
πολυτονικό
—
κορνιαχτός
—
αξιοδάκρυτος
—
βροχαλίδα
—
νοομαντεία
—
πολυσύλλαβος
—
αποφθειρίαση
—
χηνοβοσκός
—
πολεμική
—
διαιτήσιμος
—
μαυρισμένος
—
μονοκοτολήδονος
—
δακτυλογραφικός
—
βιομηχανοποιούμαι
—
ίππευση
—
απανθίζω
—
υπογόνιμος
—
αστάλαχτος
—
αεργία
—
συγκεκριμένα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве