|
ο посмешище (о человеке); τόν έκαναν ~η — [phrase]из него сделали посмешище[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посмешище? — ρεζίλης как с (ново)греческого переводится слово ρεζίλης? — посмешище — ανεκδήλωτος — εξόμπλιον — αγωνίζομαι — κουβαλητός — ωόσωμα — κατουρολάγηνο — ευκατονόητος — προεόρτια — εξελέγχω — βουνίσιος — σελέμης — πλεξούδα — περιτρίγυρα — χαλαζόκοκκος — μηχανοδηγός — βαλσαμίτις — στίξη — ιπποδύναμη — ένοχος — προωστήρ — μειοψηφικός |
|||