|
το хим. вытяжка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытяжка? — εκπίεσμα как с (ново)греческого переводится слово εκπίεσμα? — вытяжка — ελατόν — σείσις — σφυρηλατήσιμος — προγεφυρώμα — ελαφρυντικό — ιδιωτεία — πιτυρόλουτρο — πλιατσικολογώ — ασύμπλεκτος — συναντάω — ταγγίζω — θεοκρατικό — εμφαίνω — σιδερένιος — ταβερνιάρισσα — αραχνιάζω — Ουγγαρέζος — πορτοκαλής — χούμος — ανθοπαραγωγός — κατοπτρίζομαι |
|||