|
правдивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово правдивый? — αληθοεπής как с (ново)греческого переводится слово αληθοεπής? — правдивый — ανθράκωση — αδιάστροφος — ζυμοτεχνία — πούσι — αντιεπιστημονικός — αξάκριστος — αυτοπροωθούμενος — σελεμιάζω — εξανθίζω — λημώδης — ακτινοβολία — ξεσκολίζω — γείτων — συγγενόδι — αριά — ερείδομαι — ανεμευλογία — βαρήσκιωτος — κοντούλης — αναγεννώ — ορφανικός |
|||