|
το шёлковая пряжа, шёлковые нитки #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шёлковая пряжа? — μπρισίμι как на (ново)греческом будет слово шёлковые нитки? — μπρισίμι как с (ново)греческого переводится слово μπρισίμι? — шёлковая пряжа, шёлковые нитки — δεκατίζω — κρασοκατάνυξη — Πόντιος — πιλοτίνα — λιθουανικός — προπλασμός — τηγανίζω — μεσημερίαζομαι — παγκόσμια — στερεοστατικός — αποδιδόμενος — προϋπόθεση — αποταμίευση — αλλοσεβής — εθνικόφρων — μετάγγιστρον — μπουκώνω — χυμευτής — φυσιογνωστικός — αλιτζές — ξετιμητής |
|||