ενδογεν|ής

формы словаβ
ενδογεν|ής
биол. эндогенный



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово эндогенный? — ενδογενής
как с (ново)греческого переводится слово ενδογενής? — эндогенный


σκαφτιάςχρυσόφτεροςπαρασιτοκτόνοςέθεσαομορφαίνωασφαλιστήριοςαναυλόχητοςασαφήςχειρισμόςπροχώρεμαομοτράπεζοςαπεχθάνομαιβακχίδαοριζοντίωσηλυσσάωσυμμερίζομαιαποτροπιαστικόςκαυχησιολογιέμαιεκτελεστήριονκοινωνισμόςαμυγδαλίδαι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit