|
биол. эндогенный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндогенный? — ενδογενής как с (ново)греческого переводится слово ενδογενής? — эндогенный — σκαφτιάς — χρυσόφτερος — παρασιτοκτόνος — έθεσα — ομορφαίνω — ασφαλιστήριος — αναυλόχητος — ασαφής — χειρισμός — προχώρεμα — ομοτράπεζος — απεχθάνομαι — βακχίδα — οριζοντίωση — λυσσάω — συμμερίζομαι — αποτροπιαστικός — καυχησιολογιέμαι — εκτελεστήριον — κοινωνισμός — αμυγδαλίδαι |
|||