|
αόρ. от έρχομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ήλθα? — — σταθερωτής — προαιρούμαι — γομάρι — κοπίδι — πυρίτιδα — ακτίνιον — ανάβλεψις — ίαση — θερμίτης — τσάκιση — αλληλοεξοντώνομαι — τελεύω — τρίωρος — ακουστικός — μισοκαμωμένος — αντισταθμώ — ταπεινοφρονώ — ντζερεμές — μπαμπακούλης — γιορταστής — κατσαμάκι |
|||