|
способствующий пищеварению #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово способствующий пищеварению? — ευπεπτικός как с (ново)греческого переводится слово ευπεπτικός? — способствующий пищеварению — επίνεμα — αναρρέω — εξυπνητήρι — λάμα — θυσιάζομαι — γαλιάντρα — ελαστρον — υδροθεραπευτήριο — ξυλοκόπος — περιληπτικός — ξέκρεμος — πατέρας — ραδιοθεραπεία — τραπεζομάχαιρο — βροχάδα — παραδοσιακός — σχωρνώ — παλαμιά — μελέτημα — αυτοπροσωπογραφούμαι — σιγόντο |
|||