|
теплопроводный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово теплопроводный? — ευθερμαγωγός как с (ново)греческого переводится слово ευθερμαγωγός? — теплопроводный — δετήρας — συβαριτισμός — φρύσσω — χειρόδεσμος — δωροδόχος — ποιμεναρχία — αρχιεργάτης — αμυγδαλόπηκτο — προδικαστικά — προσωπικός — οχλέας — γινατσιάρης — ριγέ — μέρος — τσάχαλο — χυλόπιττα — βάκτρο — φαλτσογωνιά — βοϊδομάτης — ακυκλοφόρητος — κληρονομικά |
|||