|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово στοματοπάθεια? — — αρνιακό — ξεροκαταπίνω — βωλιάζω — αλατώδης — παραγκωνίζω — ποντικοκτόνος — μουστακοφόρος — ελεγκτικός — ακακολόγητος — εξοφλώ — ακτονόμος — πηγαινοερχομός — κεφαλοκόλωνο — ενδιατριβή — συντροφικός — επευφημία — επιτήδεια — γνώση — αποτροπή — πνοή — αναδιπλώνω |
|||