Новогреческий словарь
φαιο-
φαιο-
первая часть сложных слов, означ.
тёмный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тёмный
? —
φαιο-
как с
(ново)греческого
переводится слово
φαιο-
? — тёмный
#
(ново)греческий словарь
—
ατολμία
—
εξημέρωση
—
αθάρευτος
—
ταγιέρ
—
άνετα
—
εξαγωγεύς
—
αυθορμητισμός
—
αχιόνιστος
—
ραδιοσχολιαστής
—
αποδεκάτισμα
—
ξετρελαίνω
—
τάπιρος
—
αντικατηγορώ
—
γαλάχτισμα
—
τροχάδην
—
περίχυμα
—
ατυράγνητος
—
φυγοπονία
—
σησαμέλαιο
—
ζααχροποιείο
—
μυγοπαγίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве