|
ο бран. осёл, дурак #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осёл? — χοντρογάϊδαρος как на (ново)греческом будет слово дурак? — χοντρογάϊδαρος как с (ново)греческого переводится слово χοντρογάϊδαρος? — осёл, дурак — κουρνιαχτός — υδρόψυξη — προλαμβάνω — διάβα — εξοδεύομαι — ασήκισσα — υαλοποιία — βωλοκόπι — αναμάρτητος — ηγμένος — φελλιζολ — πούρος — κέντισμα — πωρόλιθος — αργοπορημένος — μετανιώνω — πεντάωρο — ανασχίζω — τουμπάνιασμα — λαγοπόδαρο — αλεσφερίσι |
|||