βέρτζιλ|ος

формы словаβ
βέρτζιλ|ος
:
          έμεινε ~ — [phrase]он остался без гроша[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово βέρτζιλος? —


θερμαντικότητανομικήστοματορραγίαξελακκίζωθυσιαστήςεξανααποατομικοποιημένοςσυμψηφίζωεπίπτωσηανάγνωσμαλεπτολογώστυλιζάρωλιανόςυφαλοκρηπίδαεπέτειοςμηχανοκατασκευαστήςλουτρικόςΙνδόςετάθηνηλεκτροοπτικήαπόκαφτρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit