|
: έμεινε ~ — [phrase]он остался без гроша[/phrase] #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βέρτζιλος? — — θερμαντικότητα — νομική — στοματορραγία — ξελακκίζω — θυσιαστής — εξανα — αποατομικοποιημένος — συμψηφίζω — επίπτωση — ανάγνωσμα — λεπτολογώ — στυλιζάρω — λιανός — υφαλοκρηπίδα — επέτειος — μηχανοκατασκευαστής — λουτρικός — Ινδός — ετάθην — ηλεκτροοπτική — απόκαφτρο |
|||