|
ο австралиец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово австралиец? — Αυστραλός как с (ново)греческого переводится слово Αυστραλός? — австралиец — μοσχοστάφυλο — στακτή — μετρητά — λασπότοπος — αέτειος — ίκτερος — περιστέλλομαι — βανανέα — βιδωτός — αλλοιθωριά — ημισφαιρικός — κοκκαλιάρης — αντιρραπίζω — ωσμωτικός — ψαρίλα — πεντακισχίλιοι — τσοντάδικο — διασφήνωσις — λεοντάρι — χρυσομάλλης — γελοιογράφος |
|||