|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θελξικάρδιος? — — αφυπνίζομαι — κονσερβοποιία — καφίζι — εμβρυοθυλάκιον — μυρρέλαιο — επεπήχθην — χαμάλης — υποκριτής — οργκαντίνα — μπρούντζος — σιωπηρώς — ξόμπλιασμα — ίπταμαι — πτερνοκόπημα — πτεροφυΐα — απογέρασμα — νυμφομανής — πλευστός — πρυμάτσα — οικοστολή — επεκτατικός |
|||