|
кишечный; ~ χυμός — кишечный сок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кишечный? — εντερικός как с (ново)греческого переводится слово εντερικός? — кишечный — σεβαστικός — δίτροχος — απροσμάχητος — βιολογία — γουρουνοβοσκός — καρδιόπονος — ταξιθέτηση — μαντρισμένος — λασκάρισμα — μυστικό — αναχοχλακίζω — ακτύπητος — απόχηρος — υποκλέπτω — αρμόζω — ιπτάμενος — οχυρώνω — αντιλογιούμαι — άντζα — χαλαζιακός — θήραμα |
|||