|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οριακά? — — εγκαυστική — κροταφιακός — αφωταγώγητος — βάδην — θερμαντικός — πυρογραφω — ταρτάρειος — εικοσαετής — τυπόβαφος — ήτα — ολιγοστεύω — φεσάκι — ακονίζω — προσωπίδα — θάμασμα — αντιστάθμισμα — μαγνητοχημεία — οκνός — παρότρυνση — ξεψαρωμένος — κοσμιότητα |
|||