|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διατρέφομαι? — — προσαρμόζω — μυροποιός — λέπι — αισθητοποίηση — ασκέπαστος — μπατιρώ — παρεπόμενα — αναπορρόφητος — καροτσιέρης — μουστερής — εκατόμβη — τρίφωνος — φιόρο — οιοσοφαγισμός — εφάπτομαι — εξακριβώνω — τσιμεντάρω — μαρμαρογλύπτης — κούτρημα — λόχη — μαζαλίζω |
|||