|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κασεράκι? — — μελανίας — ασφαλιστικό — ακροώμαι — χρυσόβουλο — παρασχηματισμός — κανταδόρικα — ανεκμαύλιστος — ασύμπηκτος — συνωμοτισμός — χαρτοβιβλιοπώλης — τσουβαλάκι — μπινιάρικο — αλεξίβροχο — λέβ — κοιμίσης — ασταχοφόρος — κατεργάρικο — γόρδιος — αντίποινα — γαλακτοκομικός — ταραχώδης |
|||