|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τουμπανιάζω? — — οισοφαγικός — μάσημα — σημάδεμα — λέμφος — βαθύχρωμος — ανισομετρωπία — συλλογιέμαι — συμμισατορεία — παραμιλώ — γυρνώ — αμάκα — αραιός — περίσσευμα — αθλιότητης — επικλινής — διόρθωση — αναπόδραστα — διέπηξα — λαχαναγορά — φαλαινίς — διαχωριστικός |
|||