τουμπανιάζω

формы словаβ
τουμπανιάζω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово τουμπανιάζω? —


οισοφαγικόςμάσημασημάδεμαλέμφοςβαθύχρωμοςανισομετρωπίασυλλογιέμαισυμμισατορείαπαραμιλώγυρνώαμάκααραιόςπερίσσευμααθλιότητηςεπικλινήςδιόρθωσηαναπόδρασταδιέπηξαλαχαναγοράφαλαινίςδιαχωριστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit