|
(-έντος) 1) полученный; η ~είσα επιστολή — полученное письмо; 2) принятый; η ~είσα απόφαοη — принятое решение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полученный? — ληφθείς как на (ново)греческом будет слово принятый? — ληφθείς как с (ново)греческого переводится слово ληφθείς? — полученный, принятый — σουσάμι — έγχριση — θαμώνας — αγγαρεία — ποδίσκος — αυτούθε — αφιλοσόφητος — προσκυνητρια — οργανιστής — διάνοιγμα — καουτσουκένιος — σαρκαστής — απερίσπαστος — ισοβίτης — Αιγαίος — κουλλαμάρα — τάμπια — ερυθραιμία — ψευδοευλαβής — πρωκτοϋδραυλικός — ελλιμενισμός |
|||