|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλωστοϋφαντουργικός? — — ρουκέττα — προσπέρασμα — ψηστήρι — χρειαζούμενα — σύναπάντεμα — στραταρχία — αντίρροια — σπάνω — οξυδέρκεια — μακροσκελής — αγκυροβόλι — συμβατισμός — αντικαπιταλιστικά — απάνω — τράβαλα — καζάντια — ντουφεκιά — εξονύχιση — νταβραντισμένος — καλαισθητικός — συντηρητικός |
|||