|
холостяцкий; ~η ζωή — холостяцкая жизнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово холостяцкий? — εργένικος как с (ново)греческого переводится слово εργένικος? — холостяцкий — συνομήλιξ — κηπουρική — ψήκτρα — ξυλαποθήκη — διαπερνώ — σιτία — κακόκεφος — δυσκαμψία — κλάσμα — ψαροκόκαλο — μαράζωμα — δίχρωμος — μπέϊκος — ωθητικός — πικετοφορία — μόσχος — ξετρελαίνομαι — ανατέμνω — αγνότητα — εμποιώ — ενέλιξη |
|||