|
(παγ-, παμ-) первая часть сложных слов, означ. 1) охватывающий всех, распространяющийся на всех, на всё: πανελλήνιος, πανσοβιετικός ; 2) высшую степень чего-л. ; πανάρχαιος, πανευδαίμων — #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово παν-? — — σάρωθρο — αγαρμπα — αιμοχαρής — λιβανιστής — αλειμματοθέτης — ινδιάνικα — άλφα — εκνιτρωτικός — ενδέκατος — ουρανομήκης — τρώσις — συνάζω — ξεφορτώνω — φελλομάννα — καβούκι — απόκαμμα — κυριαρχία — πανσέληνος — πρόγκα — μετασκευάζω — γλάκιο |
|||